Δευτέρα, Απριλίου 15, 2024

Στο Ίδιο Έργο Θεαταί

 

Είχα ένα σαββατοκύριακο τίγκα στις θεατρικές παραστάσεις.

Πήγα και το Σάββατο βράδυ στο θέατρο, πήγα και την Κυριακή στους «Τέλειους Ξένους» που ήρθε από την Ελλάδα. Εξαιρετική παράσταση και έργο, αλλά νομίζω αυτό είναι γνωστό, δεν χρειάζεστε εμένα να σας το επιβεβαιώσει.

Όταν έρχονται τέτοιες παραστάσεις από την Ελλάδα, δηλαδή όταν έρχονται καλές παραστάσεις (γιατί αν δεν είναι καλές, δεν μπαίνουν στον κόπο να τις φέρουν), είναι λίγο δώρο άδωρον για μένα. Οι παραστάσεις που έρχονται από την Ελλάδα ανεβαίνουν πάντα σε μεγάλα θέατρα και είναι πάντοτε sold out. Αυτό είναι καλό για τους επιχειρηματίες και τους ηθοποιούς, είναι όμως κακό για εμάς που αγαπούμε το θέατρο. Είναι κακό γιατί πρέπει να μοιραστούμε την αίθουσα και την εμπειρία με άλλους ανθρώπους οι οποίοι δεν έρχονται επειδή αγαπούν το θέατρο αυτό καθαυτό, αλλά γιατί θέλουν να δουν από κοντά τους διάσημους ηθοποιούς από την Ελλάδα, αυτούς που θαυμάζουν στις τηλεοπτικές σειρές και ως εκ τούτου δεν βγάζουν σκασμό κατά τη διάρκεια της παράστασης.

Χθες βράδυ τα είδα όλα. Θα μου πεις, «κάθε φορά τα βλέπεις όλα». Ε, όχι, προφανώς γηράσκω αεί διδασκόμενος. Με το που μπήκα στο κατάμεστο θέατρο Λατσιών, τη μυρίστηκα τη δουλειά. Ειδικά όταν είδα ότι το 99% των θεατών ήταν γυναίκες και ήρθαν να δουν τον Λαγούτη. «Δεν θα μας αφήσουν να δούμε παράσταση» σκέφτηκα. Και επιβεβαιώθηκα. Το τι κους-κους έπεφτε κατά τη διάρκεια της παράστασης για την προσωπική ζωή του ηθοποιού από τις γύρω κυράτσες, δεν περιγράφεται. «Με ποια ήταν παντρεμένος, αν ήταν εθισμένος, αν έχει τώρα γκόμενα, πού παίζει, πόσων ετών είναι;» Έριχνα άγριες ματιές και έκανα εμφανή τη δυσφορία μου, μα ποια με υπολογίζει; Σκασμό δεν έβγαλαν ένα δίωρο, αλλά να πω την αμαρτία μου, γέλασα όταν άκουσα μία να λέει στη διπλανή της, να της εξηγήσει την υπόθεση. «Αν βγάζατε τον σκασμό μπορεί και να συγκεντρωνόσαστε στην υπόθεση» ήθελα να της πω. Το αποκορύφωμα ήταν όταν στο τέλος της παράστασης, μετά την υπόκλιση, κατά την έξοδο, την άκουσα να λέει «ήταν υπέροχη παράσταση!» Πότε την είδες; Αφού δεν την κατάλαβες. Αφού δεν έσκασες!

Χώρια η φωτεινότητα από τα κινητά. Κάθε πέντε λεπτά τσέκαραν όλες να δουν αν έλαβαν μήνυμα. Δεν έγινε ανακοίνωση στην αρχή για απενεργοποίηση των συσκευών; Έγινε. Ποιος το λαμβάνει υπόψιν; Δώστου μηνύματα οι κυράτσες μέσα στην αίθουσα. Μία ηλίθια που καθόταν μπροστά μου είχε και τεράστια fonts ένεκα τύφλας και μπορούσα να διαβάζω και τη συζήτηση: «Είμαι θέατρο! Δεν μπορώ να το απαντήσω! Έφαγες;!» Γλυκό το ενδιαφέρον εκ μέρους της, αλλά στο τσακ ήμουν να της πετάξω το πρόγραμμα στο κεφάλι.

Λίγο πριν αρχίσει η παράσταση μια άλλη κυρία έτρωγε σοκολάτα μέσα στο θέατρο και της έγινε παρατήρηση από την ταξιθέτρια. «Δεν επιτρέπεται η κατανάλωση φαγητού εντός της αίθουσας», «το ξέρω» απάντησε εκείνη και δάγκωσε μια μπουκιά. Όταν η ταξιθέτρια αποχώρησε απηυδισμένη η κυρία είπε στη διπλανή της «ε, τι, να την αφήσω στη μέση επειδή έτσι μου είπε;» Ποιος σε αρωτά, φάε τζαι ούσσου!

Άσχετο-σχετικό. Κάποτε, φιλοξενήσαμε μια ομάδα εργασίας από διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Λευκωσία. Καθώς συντρώγαμε σε ένα δείπνο εργασίας με ρώτησαν γιατί στην Κύπρο δεν εφαρμόζεται μία συγκεκριμένη νομοθεσία και απάντησα εύθυμα «επειδή ζούμε στη χώρα στην οποία οι νόμοι εφαρμόζονται κατά το δοκούν, και βάσει διάθεσης της κυρίας Νίτσας». Κατάλαβα ότι αυτή η απάντηση προκάλεσε αμηχανία στους Ευρωπαίους, και δυσφορία στους δικούς μας που θεώρησαν ότι εκθέτω το συνάφι μας αχρείαστα.

Όχι, θα το εκθέτω το συνάφι μας όσο αυτό στέκεται εμπόδιο στις δικές μου απολαύσεις. Είναι απίστευτη η απειθαρχία και η αίσθηση δικαιωματισμού που επικρατεί σε αυτή τη χώρα. Είπε, κυρά μου, να σβήσετε τα κινητά επειδή η φωτεινότητα ενοχλεί; Δεν υπάρχει μα και μου. Υπακούμε. Δεν σ’ αρέσει; Ουστ! Στο Λονδίνο, τις προάλλες που είχαμε πάει να δούμε το Plaza Suite, όταν μία κυρία αποπειράθηκε να φωτογραφίσει τους χολλιγουντιανούς πρωταγωνιστές μπούκαραν αβλεπί στην αίθουσα δυο φουσκωτοί και ανάγκασαν πρώτον την κυρία να διαγράψει τις φωτογραφίες ενώπιόν τους, και δεύτερον να αποχωρήσει από τον εξώστη και να πάει στον αγύριστο. Στην Κύπρο γιατί τα θεωρούμε ακραία όλα αυτά, δεν μπορώ να καταλάβω.

Εντάξει, είναι χωριάτες, είναι απαίδευτοι, είναι για τον πούτσο, τα λέμε τόσα χρόνια, μα νισάφι. Έπρεπε στα 30 χρόνια που κάθομαι και τα γράφω να υπάρξει μια άλφα πρόοδος. Τίποτα! Απελπισία. Και είναι επιπλέον απελπιστικό το ότι γεμίζει η αίθουσα. Διότι αυτή η απαρτία δηλώνει και το μέγεθος του προβλήματος. Αν έπαιζε μία εγχώρια παραγωγή ζήτημα να είχε την Κυριακή το βράδυ τριάντα άτομα στην πλατεία. Ήρθαν όμως οι αθηναϊκές φίρμες; Θα το γεμίσουμε για να τους κουτσομπολέψουμε. Εντάξει, είναι και το κουτσομπολιό μέρος του παιχνιδιού, αλλά έχει την ώρα του, και τη δόση του. Δεν γίνεται να γεμίζει η αίθουσα μόνο και μόνο για να δούμε τον Λαγούτη και την Αλικάκη.

Τι να πω, όποτε βρεθώ σε μέρος με πάνω από 10 άτομα βγάζω εξανθήματα πλέον και διερωτώμαι που κινούνται όλοι αυτοί τις καθημερινές και δεν τους πιάνει το ραντάρ μου. Τέλος πάντων, για να μην χάνουμε το δάσος για το δέντρο, να επαναλάβω ότι πλην των θεατών οι οποίοι ήταν και το μοναδικό κουσούρι της όλης εμπειρίας, όλα τα υπόλοιπα ήταν μία απόλαυση. Ατάκες, ερμηνείες, αισθητική. Όλα όπως έπρεπε να είναι.

Πέρασα ωραία ασχέτως αν ήρθα σήμερα και έγραψα αυτό το κείμενο.

Παρασκευή, Απριλίου 12, 2024

Και Τώρα Διαφημίσεις

Θα σας πω μια ιστορία που θυμήθηκα από τα χρόνια που δούλευα στις διαφημιστικές εταιρείες.

Ένα μεσημέρι, εκεί που καθόμουν και έγραφα ένα διαφημιστικό σενάριο, είχα πεινάσει και είχα παραγγείλει ντελίβερι. Θυμάμαι και από πού είχα παραγγείλει αλλά δεν πρέπει να το αναφέρω για να μην προδώσω πρόσωπα και καταστάσεις. Όταν ήρθε το φαγητό και άπλωσα επάνω στο γραφείο μου φαγητά και ποτά, μία συνάδελφος, έντρομη, μου ζήτησε να πετάξω το φαγητό μου, ή να το φάω γρήγορα, ή εν πάση περιπτώσει να πετάξω τα περιτυλίγματα το συντομότερο δυνατόν, γιατί αποτελούσαν προϊόντα ανταγωνιστικά εκείνων των οποίων διαφήμιζε η εταιρεία στην οποία ήμουν υπάλληλος.

Για να το πω λιανά. Δεν γίνεται να εργάζεσαι για την Άννα Βίσση αλλά την ώρα εργασίας σου να ακούς και να ευχαριστιέσαι Δέσποινα Βανδή.

Ήμουν 27 ετών τότε, χωρίς καμία σπουδή στο μάρκετινγκ. Με προσέλαβαν απλά και μόνο επειδή τους άρεσαν τα κείμενα μου, οπότε αντιλαμβάνεστε ότι η λογική του μαρκετίστα μου ήταν τουλάχιστον αστεία. Το τι λογικά επιχειρήματα παρέθεσα προκειμένου να πείσω ότι δεν έχει σημασία τι προϊόντα καταναλώνω εγώ, αλλά το πόσο συμβάλλω στις πωλήσεις των πελατών μας, δεν έπιασαν τον παραμικρό τόπο. Μου είπαν ότι όλα αυτά τα ακούγανε βερεσέ. Αν εργάζεσαι για μία εταιρεία η οποία δουλεύει για τους Χ, Ψ πελάτες, επιβάλλεται να υποστηρίζεις τους Χ, Ψ πελάτες ψυχή τε και σώματι, και με κάθε δυνατό τρόπο.

Διάφοροι συνάδελφοι που είχαν αντιληφθεί πόσο απέχω απ’ αυτό τον τρόπο σκέψης μου περίγραψαν άβολα περιστατικά στα οποία τους έγινε επίπληξη επειδή έτυχε να αγοράσουν αυτοκίνητο ανταγωνιστικής εταιρείας, επειδή στο σούπερ μάρκετ εθεάθησαν να αγοράζουν προϊόντα ανταγωνιστών, μέχρι και πιο ακραία περιστατικά που δεν θέλω να τα μοιραστώ. Εντάξει, γελάω ακόμη και σήμερα με τον ίδιο γάργαρο τρόπο, παρόλο που μπορώ να καταλάβω ότι αν σε αυτή τη ζωή το μόνο που σε κόφτει είναι το χρήμα μπορείς να γίνεις και δικτάτορας σκέψης για να το καβαντζώσεις.

Τέλος πάντων, μην σας τα πολυλογώ, εκείνο το μεσημέρι κατέληξα να ξεκολλώ ετικέτες από μπουκάλια αναψυκτικών και να πετάω τα κουτάκια του χάμπουργκερ και των πατατών, μην τυχόν και κατηγορηθώ ότι καταναλώνω ανταγωνιστικά προϊόντα και με απολύσουν.

«Και τι θα πεις στον πελάτη αν μας επισκεφτεί απρόοπτα και σε δει να καταναλώνεις προϊόντα ανταγωνιστή του;» μου είπαν.

«Θα του πω, πρώτον, φτιάξε καλύτερα φαγώσιμα ώστε να τα προτιμώ έναντι των ανταγωνιστών σου. Δεύτερον, το γεγονός ότι δουλεύουμε για σένα και προσπαθούμε να πείσουμε το ηλίθιο πόπολο ότι τρώγονται και τα δικά σου προϊόντα δεν αναιρεί την σκληρή πραγματικότητα, ούτε την ελευθερία επιλογής του εργαζόμενου ήτοι, το δικαίωμα να επιλέγουμε να φάμε ό,τι γουστάρουμε. Δουλειά κάνουμε εδώ πέρα, δεν δώσαμε όρκους αιωνίας, τυφλής και θρησκευτικής πίστης ή υποταγής. Αν θέλεις να εθελοτυφλούμε και να κοροϊδεύομαστε και μεταξύ μας ότι μόνο εσύ υπάρχεις στην αγορά, πέσε απ’ αυτό το πλευρό».

«Θα σας ειδοποιήσουμε».

Με αυτά τα ήθη τρομοκρατίας που επικρατούσαν, δεν ήταν τυχαίο ότι άντεξα το πολύ ένα χρόνο στο συγκεκριμένο μέρος. Παρεμπιπτόντως, μια χαρά το χώνεψα το γεύμα μου και ο πελάτης δεν το έμαθε, ούτε το αφεντικό το πήρε είδηση, και μια χαρά δούλεψα για το προϊόν του πελάτη μας και όλα μέλι-γάλα. Αλλά, μόνο να υστεριάζετε ξέρετε.

Πώς μου ήρθε τώρα αυτή η ιστορία; Διαβάζω ένα βιβλίο αυτή την εποχή, το οποίο λέγεται Free Thinking. Ανήκει σε κάποιον Simon McCarthy-Jones, και μεταξύ άλλων αναφέρεται και στη πλύση εγκεφάλου των διαφημίσεων και στο δικαίωμα του ανθρώπου να έχει την πολυτέλεια να σκεφτεί για την επιλογή που κάνει. Όχι μόνο όσον αφορά τις διαφημίσεις, αλλά γενικότερα στη ζωή, στα σόσιαλ μίντια, στον Δημόσιο βίο. Δεν το είχα εύκαιρο τότε να τους το τρίψω στη μούρη. Όχι ότι θα πτοούνταν, βέβαια.

Να σας πω και κάτι άσχετο-σχετικό που θυμήθηκα τώρα; Οι διαφημιστές πραγματικά πιστεύουν ότι ο κόσμος κόπτεται για τις διαφημίσεις τους. Ζουν σ’ αυτή τη διάσταση, δεν το κάνουν ως «μια δουλειά». Δεν ξέρω αν τους είπε κανένας ότι μόλις δούμε διαφήμιση όλοι οι υπόλοιποι ψάχνουμε το skip, μετρούμε αντίστροφα να τελειώσει το μαρτύριο ή βρίζουμε όσο αυτή διαρκεί. Το έχω παρατηρήσει. Λατρεύουν τις διαφημίσεις τους. Δεν λέω, καλά κάνουν και αγαπούν τη δουλειά τους, μόνο έτσι πας μπροστά, και ούτε υποστηρίζω ότι δεν υπάρχουν και πανέξυπνες διαφημίσεις (αλλά συνήθως προέρχονται από το εξωτερικό), και οι οποίες είναι μικρά διαμαντάκια, αλλά οκ, μια ρημάδα δουλειά είναι, και ειδικά στην Κύπρο που το 99% των καταναλωτών είναι ηλίθιοι και μανιπουλάρονται με τον αέρα, δεν ξέρω πόσο ενδιαφέρον υπάρχει στο να πωρώνεσαι με αυτή τη δουλειά. Με εντυπωσιάζει το πόσο προσκολλούνται στις καμπάνιες τους και πόσο ψηλά τις έχουν. Κατ’ ακρίβεια it makes me wonder. 

Τέλος πάντων.


Τετάρτη, Απριλίου 03, 2024

Κλάσε Καρβέλα Μου Να Πάρουμε Αέρα

Όταν ήμουν μικρός ο πατέρας μου μου είχε πει ένα ανέκδοτο, το οποίο δεν το θυμάμαι να σας το πω αυτή τη στιγμή, αλλά τελείωνε με την ατάκα: «Κλάσε αγάπη μου να πάρουμε αέρα». Επειδή ήμουν μικρός και δεν καταλάβαινα πού ήταν το αστείο, ο πατήρ μού εξήγησε ότι η κατάσταση ήταν τόσο ασφυκτική, που ακόμη και η κλανιά ήταν ανακουφιστική.

Αυτό το ανέκδοτο θυμήθηκα βλέποντας τη συνέντευξη του λατρεμένου μου Καρβέλα στη Νίκη Λυμπεράκη. Η στιγμή που της έκλασε στον αέρα ήταν για μένα η πεμπτουσία της συνέντευξης. Ελπίζω να το έκανε επίτηδες. Αν ήταν τυχαίο, ο Θεός του έστειλε την κλανιά τη συγκεκριμένη στιγμή. Έχω δει την εκπομπή τρεις φορές και εξακολουθώ να πιστεύω ότι η κλανιά ήταν το χάιλαϊτ της. Και ότι ακόμη και αν δεν έλεγε τίποτε άλλο, και απλά πήγαινε στο στούντιο έκλανε και έφευγε, αρκούσε για να συνοψίσει τη θέση του για ό, τι θα ακολουθούσε της συνέντευξης.

Τα συρφετά των πρωινών έπεσαν να τον φαν. Αγενή τον είπαν, απαξιωτικό τον είπαν, ακόμη και για το ότι αποκάλεσε τη Βουλή «βόθρο» και τους βουλευτές «καραγκιόζηδες» τους έφταιξε. Αλήθεια, τι είναι η Βουλή και τι οι βουλευτές; Υπάρχει πολιτικός που δεν είναι βουτηγμένος μέσα στα σκατά; Και αν δεν είναι, υπάρχει κάποιος που σας πείθει ότι κατά βάθος δεν τα λιγουρεύεται; Ο Καρβέλας σας πείραξε που είπε αυτό που κατά βάθος όλοι ξέρουμε;

Σας πείραξε που είπε στην δημοσιογράφο ότι «θα ολοκληρώνω και μετά θα με ρωτάς;» Σιγά το πράμα! Κατ’ αρχάς, καλά της είπε. Πρώτα ολοκληρώνει ο καλεσμένος, μετά ρωτά ο δημοσιογράφος. Και αν περίμενε η δημοσιογράφος ότι θα κάνει διάλογο και ότι θα «στριμώξει» τον Καρβέλα για να του βγάλει λαβράκι, η δημοσιογράφος φταίει που δεν είχε καταλάβει με ποιον έμπλεξε. Εδώ προσκαλούν πολιτικούς που όλη την ώρα υπεκφεύγουν ή απαντούν άλλα ντ’ άλλων και δεν τους πιέζουν να τοποθετηθούν επί του προκειμένου. Οι πολιτικοί, οι άνθρωποι που υποτίθεται οφείλουν να δίνουν απαντήσεις στα προβλήματα. Ο Καρβέλας μας έφταιξε ξαφνικά ότι διακόπτει και ότι δεν απαντά σε ό,τι τον ρωτάνε.

Ακούστε, ο Καρβέλας δεν είναι ο κάθε ένας. Μπορεί ο ίδιος, από ταπεινότητα να ισχυρίζεται ότι είναι ένα απλό ανθρωπάριο, και ότι όλοι είμαστε οι ίδιοι, αλλά δεν ισχύει. Ο Καρβέλας είναι ειδική περίπτωση υπεραταλαντούχου ανθρώπου, και δικαιούται να είναι όπως είναι. Δικαιούται να κλάνει για να πάρουμε αέρα! Αν δεν σας αρέσει, να μην τον καλείτε στις εκπομπές σας. Οι απόψεις του, οι οποίες σας σόκαραν, είναι διαχρονικές. Αν βλέπατε στο youtube αποσπάσματα από δηλώσεις του στον Μαστοράκη, την Κορομηλά και τον Τριανταφυλλόπουλο θα διαπιστώνατε ότι τα ίδια λέει χρόνια τώρα, δεν έγινε 73 για να αποκρυσταλλωθούν μέσα του. Τον Καρβέλα περιμένατε να σας πει τι απάτη είναι η θρησκεία, και τί μαλάκες είναι οι βουλευτές μας.

Βρήκατε τώρα αφορμή να δικαιολογήσετε την ύπαρξη σας. Ήταν "άβολη συνέντευξη" τάχα μου.

Ήταν ό,τι καλύτερο είδαμε στην τηλεόραση τα τελευταία 20 χρόνια!

Τετάρτη, Μαρτίου 20, 2024

Νοοσοφία Και Μουσική Για Μια Ακροτηριασμένη Μπαλαρίνα


Κάντε ένα δώρο στον εαυτό σας και εξερευνήστε το νέο βιβλίο του Νίκου Καρβέλα και το νέο του ορχηστρικό άλμπουμ με τίτλο «Μουσική Για Μια Ακροτηριασμένη Μπαλαρίνα». 

 

Ο Νίκος Καρβέλας δεν έχει αναγνωριστεί στον βαθμό που του αξίζει. Δυστυχώς ο πολύς ο κόσμος δεν του αφιέρωσε τον χρόνο που απαιτείται για να βουτήξει στα άδυτα της ψυχούλας του (σιχαίνεται τη λέξη ψυχή, αλλά τη χρησιμοποιώ με την καθομιλουμένη της έννοια) και να απολαύσει το μεγαλείο της μουσικής του, από το πιο εύπεπτο τραγούδι του ως τα πιο μεγαλειώδη του. Ο κόσμος, δυστυχώς, στέκεται στα «πρόστυχα τα μαύρα τα εσώρουχα» που κι αυτά μεγαλειώδη τα θεωρώ κατά κάποιον τρόπο, και στο ότι όταν μιλάει «βρίζει». Που καλά σας κάνει, αν με ρωτάτε. 

 

Τώρα έβγαλε νέο βιβλίο καθώς είπα. «Νοοσοφία» λέγεται. Όσοι έχετε διαβάσει το «Πιστεύω» που έγραψε τη δεκαετία του 2000, θα συμφωνείτε πως πρόκειται για μία εξέλιξη εκείνου του βιβλίου με πιο επιστημονικά επιχειρήματα, τα οποία άπτονται της φύσης και λειτουργίας του εγκεφάλου και πώς αυτός καθόρισε και έκτισε την κοινωνική πραγματικότητα στην οποία νομίζουμε ότι υπάρχουμε. Δεν πρόκειται για εύκολο βιβλίο, θέλει αγάπη και αφοσίωση για να το αντέξεις, και μόνο αν τον αγαπάς ούτως ή άλλως από τα μουσικά του έργα θα του αφιερώσεις τον πολύτιμο σου χρόνο. Εγώ το έπραξα. Δεν το μετάνιωσα παρόλο που χάθηκα σε κάποια σημεία.

 

Νίκο, έμαθα και για το λεξίφρακτον, έμαθα και για το ένδυτον, έμαθα και για την εμετή γλώσσα, έμαθα και την έκτη αίσθηση, έμαθα και για τους λοβούς του εγκεφάλου. Είμαι έτοιμος, έτοιμος σχεδόν να διαπράξω εγχείρηση και να πάρω πτυχίο νευροχειρουργού. Σε ευχαριστώ! 

 

Το βιβλίο του Καρβέλα είναι σαν τα τραγούδια του. Ακροβατεί μεταξύ αριστουργημάτων και κυνισμού. Κάποτε δεν είσαι σίγουρος αν όλα όσα λέει τα εννοεί κατά γράμμα ή αν κάνει και λίγο χιούμορ. Δεν θα σας προτρέψω να το διαβάσετε αν δεν έχετε τη διάθεση να δείτε τον κόσμο από άλλη οπτική. Όπως προείπα, δεν είναι βιβλίο για τον κάθε ένα. Είναι βιβλίο που πρέπει να το διαβάσουν όσοι είναι έτοιμοι να το διαβάσουν, όσοι είναι γεννημένοι για να το διαβάσουν. Εγώ πάντως, κράτησα και σημειώσεις. 

 

Από αυτό το βιβλίο, τη «Νοοσοφία» προέκυψαν εννέα μουσικά κομμάτια με πιάνο και τσέλο. Ούτε αυτά είναι εύκολα στο αφτί. Αλλά τα άκουσα. Δεν πίστευα ότι θα τα χώνευα εύκολα, όμως είχαν φαρμακευτική επίδραση στη διάθεσή μου. Πέραν του ότι με κάποια άρχισα να κλαίω χωρίς λόγο, σήμερα που τα ολοκλήρωσα μου πέρασαν και τα νεύρα που μου δημιούργησαν στη δουλειά. Είναι θεραπευτικά κομμάτια, όχι αμιγώς μουσικά. 

 

Σας βάζω εδώ το αγαπημένο από τα εννέα, το έκτο κατά σειρά για να πάρετε μια ιδέα. Θεωρώ ότι πρέπει να τα ακούσετε όλα. Και θα τα ακούσετε αν αντέξετε να ακούσετε τουλάχιστον ένα. 


Ο Καρβέλας είναι το κάτι άλλο. Δεν είναι τυχαίο που ρίχνει τόσες γκόμενες στην ηλικία του, ούτε ότι η Βίσση δεν μπορεί να διανοηθεί τη ζωή της μακριά του. 


Δευτέρα, Μαρτίου 11, 2024

Ένα Λονδίνο Στα Γρήγορα

Της έκανα ένα δώρο για τα 40στα γενέθλιά της. 

Την πήγα στο Λονδίνο για ένα σαββατοκύριακο. Μαζί της έχω ταξιδέψει σε 19 χώρες από τη μέρα που γίναμε ζευγάρι. Δεν είχαμε πάει ποτέ στο Λονδίνο, όμως. Ίσως γιατί σπουδάσαμε και οι δύο στην Αγγλία και μέσα στο μυαλό μας δεν την θεωρούμε προορισμό που σηκώνει περαιτέρω εξερεύνηση. Εγώ μάλιστα μπούχτησα με την Αγγλία μετά τα μεταπτυχιακά και σε συνδυασμό με την αγγλολαγνεία των Κυπρίων που τη θεωρούν σχεδόν μητέρα πατρίδα ήμουν ανένδοτος να ξαναπάω σύντομα. Ε, πέρασαν δεκαπέντε χρόνια από τότε. Και είπα να την πάω να δούμε μαζί το σόου των Abba μιας και πέρσι, όταν το πρωτόδα, δεν ήμουν μαζί της.


Λονδίνο, Λονδινάκι μου... Εδώ το βλέπετε στολισμένο με ημισέλινους γιατί πέσαμε πάνω στο ραμαζάνι και οι μουσουλμάνοι έκριναν ότι η Όξφορντ Στρητ έπρεπε να στολιστεί καταλλήλως. Jesus Christ! Πλάκα, πλάκα, Άγγλο δεν βλέπεις πια στο Λονδίνο. Στα λιγοστά φυσικά καταστήματα εργάζονται μόνο φοιτητές και κυρίως Πακιστανοί και Ινδοί με μισθούς πείνας. Στους δρόμους περιφέρονται οι ίδιοι, γκελαμπίες και τουρμπάνια. Δεν έχω ιδέα πού συχνάζουν οι Ευρωπαίοι. Το 2005 που σπούδαζα εκεί, δεν ήταν τόσο χάλια η κατάσταση. Ευρώπη τετέλεσται. 

Ήταν ένα ταξίδι αναζωογονητικό για τη σχέση και τον γάμο μας. Χρειαζόμασταν μία παύση μακριά από τα παιδιά. Ποτέ δεν βρεθήκαμε κάπου μόνοι μας τα τελευταία δύο χρόνια για πάνω από δυο ώρες. Και ναι, μπορεί δύο μέρες να μην είναι πολλές, όμως φρόντισα να κάνουμε τόσα πολλά ώστε να νιώσουμε ότι απουσιάζουμε ένα μήνα. 

 

Το πρώτο βράδυ πήγαμε και είδαμε το Plaza Suite με την Σάρα Τζέσικα Πάρκερ και τον Μάθιου Μπρόντερικ. Το ήθελε η Μπρέντα που θαυμάζει την συγκεκριμένη ηθοποιό από τον καιρό του Sex And The City. Τις δικές μου πεποιθήσεις για τη συγκεκριμένη σειρά και ηθοποιό μπορείτε να τις φανταστείτε. Ας πούμε ότι, πιο πολύ την φχαριστήθηκα στο Hocus Pocus όταν ήμουν 13 ετών. Ομολογώ ότι αν και το έργο δεν έλεγε και πολλά (το κράτησαν στο 1960, τι να μας πει κι αυτό το έρμο στο σήμερα;), εντούτοις η Πάρκερ το πάλεψε, το υπερασπίστηκε. Ο Μπρόντερικ βαριόταν τη ζωή του και το έκανε εμφανές. Αχρείαστες παύσεις, διεκπεραιωτικό παίξιμο, χιούμορ τραβηγμένο από τα μαλλιά για να πείσει. Δεν έπεισε. Δεν χαλάστηκα βέβαια που το είδα. Χαρά μου και τιμή μου που μπήκα στο Savoy Theater και θυμήθηκα τι πα να πει θέατρο της προκοπής. Μη θυμηθώ τις παράγκες τις δικές μας και αρχίσω τη μουρμούρα. 



Το ίδιο έργο το έχω δει και στην Ελλάδα εις διπλούν με Μίρκα Παπακωνσταντίνου και Σοφία Φιλιππίδου. Τολμώ να πω ότι πέραν της φτωχότερης παραγωγής, επρόκειτο και στις δύο φορές για πιο απολαυστικές παραστάσεις. 

Το Σάββατο πήγαμε στα κλασικά λονδρέζικα, ινστραγκραμμικά μέρη για περίπατο, (μισώ τον εαυτό μου που είπα «ινστραγκραμμικό»), και καταλήξαμε στη Tate μια βόλτα. Έβγαλα και πάλι ωραίες φωτογραφίες από πολλά και διάφορα έργα που αναδεικνύουν το αφηρημένο του όρου «τέχνη». 


Όχι πείτε μου, φταίει η Τεχνητή Νοημοσύνη που θα αντικαταστήσει σύντομα τους καλλιτέχνες; Ένα τέτοιο σιδερικό είχε ίδιο η γιαγιά μου, που το χρησιμοποιούσε ως ντιβάνι στο εξοχικό του Πρωταρά. Με ένα κίτρινο φόντο και ένα ζαβό κρέμασμα, κάνω και εγώ καριέρα ως καλλιτέχνης. 


Κι εδώ, ορκίζομαι ότι αν δεν μου λέγανε ότι αυτό το συμπαθέστατο τερατάκι είναι αναρτημένο στη Tate του Λονδίνου, θα έβαζα στοίχημα πως πρόκειται για σχέδιο του γιου μου. Ο γιος μου έχει τρομερό ταλέντο στη ζωγραφική (το πήρε από τον θείο μου μάλλον που ζωγραφίζει σχεδόν σαν επαγγελματίας) και λατρεύει να ζωγραφίζει τέρατα. Του το έδειξα και του ίδιου και ενθουσιάστηκε. 


"Στο night club Tropicana! Στο night club Tropicana!"


Κι από τα τερατάκια του Αλέξη στα κολλάζ της Βαγγελιώς από το νηπιαγωγείο της. Μη μου πείτε ότι αυτό δεν θα μπορούσε να ήταν έργο της σε μεγέθυνση! Κι όμως είναι έργο του Ματίς!


Αυτά τα κομπολόγια, παύλα χαϊμαλιά, παύλα κολιέ είναι έργο Έλληνα καλλιτέχνη. Συμπαθέστα, πολύχρωμα και έντονα! 

Επίσης, επισκεφτήκαμε την έκθεση για τα 100 χρόνια του Ντίσνεϊ στην οποία εκτίθενται σκηνικά και κοστούμια από διαχρονικές επιτυχίες της εταιρείας. Η έκθεση είναι σε μεγάλο βαθμό διαδραστική αλλά ολίγον τι πιο παιδική από όσο κι εγώ αντέχω. Ομολογώ ότι την περίμενα καλύτερη και ότι οι πενήντα λίρες το άτομο (!) δεν αντιστοιχούν στην ποιότητα του περιεχόμενου της. 


Το κοστούμι του Μουφάσα από το Lion King - the musical και κοστούμι από την πρόσφατη ταινία της Cruella De Vil.



αυτό το αλογάκι είναι το αυθεντικό από το καρουζέλ στην ταινία της Μαίρη Πόππινς (την πρώτη, την καλή, με την Τζούλια Άντριους). Αν ζουμάρετε θα διακρίνετε εύκολα τη φθορά. Το μόνο που θα αγόραζα από όλη την έκθεση, αν είχα τα λεφτά! 


Και φυσικά, καταλήξαμε στους Abba όπου απήλαυσα το θέαμα από άλλη οπτική γωνία, (αυτή τη φορά ήμουν καθιστός και όχι όρθιος), και παρόλο που ήξερα τι θα έβλεπα και τι να περιμένω, έμεινα ξανά το ίδιο κατάπληκτος και κατασυγκινημένος. 

 

Φάγαμε σε ωραία εστιατόρια, ινστραγκραμμικά κι αυτά, (θα αυτοκτονήσω με το πέρας του κειμένου), ψωνίσαμε τα άπειρα δώρα για τα μωρά και γυρίσαμε. Ένα σαββατοκύριακο όλο κι όλο, που όμως μας φάνηκε πολύ περισσότερο. Η σχέση και ο γάμος πρέπει να αναπνέουν. Όχι κατ’ ανάγκη απ’ το Λονδίνο, αλλά όσο πιο μακριά τόσο το καλύτερο. Φυσικά, δυο μέρες είναι το μάξιμουμ που αντέχουμε μακριά από τα παιδάκια μας, και για να καταλάβετε το μέγεθος του μαζοχισμού, φύγαμε για να γλιτώσουμε από δάυτα και από την ώρα που έκλεισε πίσω μας η πόρτα μόνο γι’ αυτά μιλούσαμε. Αλλά όπως πολλές φορές έχω γράψει, είναι και ο γάμος ένα φυτό που θέλει περιποίηση. Αν δεν τον ποτίσεις, κλαδέψεις, λυπάνεις, και αν δεν του μιλάς, το φυτό μαραίνεται. 

 

Χάρηκα τρομερά που πήγαμε, μας έθρεψε όσο τίποτα! 


Τρίτη, Μαρτίου 05, 2024

"Ισχυρογνώμων Και Σιχαίνεται Τη Γυμναστική"

Μας είπαν από το σχολείο ότι ο γιος μου είναι καλός μαθητής, αλλά έχει δύο σοβαρά προβλήματα. Μέχρι να τα ξεστομίσει η δασκάλα του, γέρασα δέκα χρόνια από αγωνία.  

 

Το ένα ήταν και είναι η ισχυρογνωμοσύνη του, και το άλλο η άρνηση του να κάνει γυμναστική. 

 

Στο άκουσμα και των δύο αυτών σοβαρών προβλημάτων έσκυψα το κεφάλι μου και μετά βίας προσπαθούσα να συγκρατήσω τα αυθόρμητα γέλια μου για να μην προσβάλω την κατά τα άλλα συμπαθέστατη δασκάλα του.

 

Και έσκυψα το κεφάλι μου να συγκρατήσω τα γέλια μου γιατί αντιλαμβάνεστε ότι στο άκουσμα και των δύο αυτών παρατηρήσεων ένιωσα ξανά έξι ετών, σαν να ήμουν εγώ στη θέση του και να ακούω τις ίδιες και απαράλλαχτες παρατηρήσεις. 

 

Έτος 1986: “Γιατί Χρίστο είσαι ισχυρογνώμων και γιατί δεν θέλεις να κάνεις γυμναστική;” 

 

Το γεγονός ότι ο γιος μου σαράντα χρόνια μετά περνά τα ίδια και απαράλλαχτα είναι συγκινητικό, τρομαχτικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον. Κάπου είχα διαβάσει ότι τα παιδιά μας είναι η φωτοτυπία μας, και αυτό δεν ήταν σχήμα λόγου. Τα παιδιά μάς αποδεικνύουν μέσω της ζωής τους τις κακοτοπιές της δικής μας και μας εξηγούν πώς είναι δομημένος αυτός ο κόσμος και το DNA μας. Απίστευτα πράματα: Ισχυρογνώμων και σιχαίνεται τη γυμναστική. Λες και ξαναγεννήθηκα!

 

Δεν ξέρω τι προσδοκίες πιθανόν να τρέφει το σχολείο και τι περιμένει από μένα. Ότι θα κάτσω να του μιλήσω, να του αλλάξω γνώμη, και να τον πείσω να είναι πιο διαλλακτικός και να του αρέσει η γυμναστική; Δεν πρόκειται. Τόσο εγώ, όσο και η Μπρέντα είμαστε απίστευτα αδιάλλακτοι, και άλλο τόσο αμφότεροι σιχαινόμαστε τη γυμναστική. 

 

Και να σας πω την αλήθεια, δεν μας αδικώ απόλυτα. 

 

Κατ’ αρχάς δεν θεωρώ ότι είμαι ισχυρογνώμων με την έννοια της καθομιλουμένης. Είμαι ισχυρογνώμων σε συγκεκριμένα ζητήματα. Δεν επιμένω ποτέ σε ζητήματα που άπτονται οποιασδήποτε επιστημοσύνης την οποία δεν διαθέτω. Επιμένω μόνο όταν εκφράζω άποψη για κάτι το οποίο βίωσα ο ίδιος και το παραθέτω ως προσωπική άποψη, επιμένω σε ό,τι αφορά συμπέρασματα στα οποία κατέληξα κατόπιν μακράς παρατήρησης, μα πάνω απ’ όλα επιμένω όταν διαισθάνομαι ότι οι προθέσεις του συνομιλητή μου δεν είναι ειλικρινείς. 

 

Μπορώ να μετακινηθώ πανεύκολα από το σημείο μου και να σε βρω κάπου στη μέση αν διαισθανθώ ότι κι εσύ εκφράζεις διαφωνία με κάποια αμφιβολία ως προς την ορθότητα της άποψής σου. Και ερωτώ: Πόσο συχνά συμβαίνει αυτό; Πόσο συχνά έχετε απέναντί σας κάποιον που ανοίγει συζήτηση εκφράζοντας οποιαδήποτε δυσπιστία για τα λεγόμενά του; Από τη δική μου εμπειρία και μάλιστα από την εμπειρία μου στο διαδίκτυο, ουδείς το κάνει αυτό. Δεν το κάνω ούτε εγώ, αλλά εγώ παραδέχομαι ότι είμαι ισχυρογνώμων. Όλοι οι άλλοι, οι δήθεν διαλλακτικοί και μετριοπαθείς, πού είναι; Είδατε κανέναν να αφήνει εδώ σχόλιο και να λέει: “σεβαστή η γνώμη σου, η δική μου είναι διαφορετική, αλλά μπορεί να έχω και λάθος και να έχεις εσύ δίκιο;” Οι πλείστοι έρχονται εδώ για να αντιταχθούν, πάντα σίγουροι ότι αυτό που λένε είναι ορθότερο από το δικό σου και στο τέλος σε αποκαλούν και ισχυρογνώμονα, ή σε βρίζουν χειρότερα. Με συγχωρείτε, αλλά υπό τοιαύτας συνθήκας δεν στεναχωριέμαι αν και ο γιος μου βγήκε ίδιος. Καλά κάνει και εμμένει στις απόψεις του γιατί το πιο πιθανό είναι ότι εμμένετε κι εσείς στις δικές σας. Και δεν είμαστε εμείς οι μαλάκες της υπόθεσης να υποχωρούμε – επαναλαμβάνω – όταν ειδικά δεν πρόκειται για θέματα τα οποία αποδεικνύονται και επαληθεύονται επιστημονικά και αφορούν στην έκφραση άποψης και γνώμης. 

 

Στο θέμα της γυμναστικής, τώρα. Σιχαινόμουν τη γυμναστική στο σχολείο. Γιατί όμως; Γιατί σιχαινόμουν τη ψυχολογία του όχλου και της υπόλοιπης τάξης. Η γυμναστική στο σχολείο, όπως και όλα τα άλλα μαθήματα τα οποία άπτονται κάποιων σωματικών δεξιοτήτων απαιτούν από τον δάσκαλο να επιβληθεί της “κερκίδας”. Θυμάμαι ότι όντας ατσούμπαλο παιδάκι, με πλήρη ανικανότητα να βάλει ένα γκολ ή ένα καλάθι στο μπάσκετ, είχα αναπτύξει μία απέχθεια για το μάθημα της γυμναστικής γιατί όποτε αποτύγχανα στο να μπει το γκολ ή το καλάθι, δεν εισέπραττα ένα “δεν πειράζει, την επόμενη φορά”. Εισέπραττα τη γιούχα της κερκίδας με την ανοχή μιας δασκάλας – δημοσίας υπαλλήλου, η οποία δεν είχε κέφι να επιβληθεί σε 25 παιδάκια που γιουχάρουν, ούτε έδειχνε να κόπτεται ποσώς για τις επιπτώσεις της γιούχας στη ψυχολογία μου. 

 

Έκαστος στο είδος του θα μου πείτε και θα συμφωνήσω. Εξ ου και επικεντρώθηκα στα θέατρα που ήξερα ότι μου περνούσαν περισσότερο, προκαλούσα το γέλιο και το χειροκρότημα, ανέβαινε το ηθικό μου και τρεφόταν το εγώ μου, και έτσι απέκλεισα πλήρως οτιδήποτε είχε να κάνει με σωματικές δεξιότητες. Θυμάμαι ότι μια φορά στο Δημοτικό, την ώρα της γυμναστικής πήγα και κρύφτηκα μαζί με άλλους δύο μέσα στην αποθήκη της Γυμναστικής εκεί που φυλάγανε τις μπάλες και τα στρώματα για να μη μας βρει η γυμνάστρια και μας αναγκάσει να πηδήσουμε άλμα εις μήκος στην τάφρο του σχολείου. Πήραμε και κάτι στρώματα που ήταν πεταμένα εκεί και φτιάξαμε κάτι υποτυπώδη κάστρα και παίζαμε πειρατές. Ήμασταν στην Πρώτη Δημοτικού. Όταν μας πήρε χαμπάρι η γυμνάστρια μας έμπηξε κάτι φωνές… “ελάτε τώρα εδώ αμέσως!” τις οποίες ακόμα θυμάμαι και αντηχούν στ’ αφτιά μου. Τα ίδια τραβά τώρα ο γιος μου. 

 

Ούτε σ’ αυτό τον αδικώ. Όταν ερωτήθηκε σχετικώς μου απάντησε: “δεν θέλω να κάνω γυμναστική γιατί μια φορά που μας έβαλε να τρέξουμε έπεσα κάτω, χτύπησα, γέλασε όλη η τάξη και η δασκάλα δεν τους είπε τίποτα. Μάλιστα όταν έδειξα την πληγή στο γόνατο μου είπε απλά, βάλε λίγο νερό! Δεν έδειξε κατανόηση”. Εντάξει, δεν θα ανέμενα από τη δασκάλα να τον αγκαλιάσει και να κλάψει και με μαύρο δάκρυ. Έχει κι εκείνη 25 παιδάκια να κουμαντάρει. Αλλά καταλαβαίνω τον γιο μου. Και επειδή τον καταλαβαίνω, δεν μπορώ να του πω μπαρούφες ότι και καλά πρέπει να συνεργαστεί. Ούτε εγώ συνεργαζόμουν στη γυμναστική, δεν θα πάθει τίποτα αν δεν συνεργαστεί κι αυτός. Ας μην τον στείλουμε στους ολυμπιακούς των Παρισίων. Και εδώ να κάθεται να βλέπει Νετφλιξ, καλός είναι. 

 

Εν τω μεταξύ να πω ότι στην πορεία της ζωής μου, αγάπησα τη γυμναστική. Κατά περιόδους γυμναζόμουν εντατικά. Και από τα 40 έτη και μετά ενέταξα τη γυμναστική και στο καθημερινό μου πρόγραμμα. Κάνω κάθε μέρα διάδρομο στο σπίτι, κοιλιακούς, ελαφρά βαράκια, προσπαθώ να αποφύγω το καρδιακό. Αλλά ναι, ουδέποτε αγάπησα οτιδήποτε ομαδικό στη γυμναστική. Δεν μου περνούν τα αθλήματα, δεν μπορώ να αισθάνομαι υπαίτιος για την ήττα της ομάδας, δεν αντέχω το γιουχάισμα της κερκίδας και παραδέχομαι ευρύτερη ανικανότητα. Θα έπρεπε να τιμάται αυτή η ειλικρίνεια και όχι να περιγράφεται ως “με δυσκολεύει στη γυμναστική”. Και για να σας προλάβω, δεν με ενοχλεί η ομαδικότητα ή η επαφή με ανθρώπους. Παίζω θέατρο που είναι ό,τι πιο ομαδικό υπάρχει. Αλλά θέλω να ανταοκρίνομαι στις ανάγκες της ομάδας και να μην ευθύνομαι εγώ για την ήττα της. Στο θέατρο που αποδίδω, ουδέποτε είχα θέμα. 

 

Αυτά άκουσα τις προάλλες. Από πολύ νωρίς μπήκαμε στα βαθιά και στην ενδοσκόπηση μέσω του τέκνου μας. Αλλά φοβάμαι ότι τα χειρότερα έπονται. 

 

Μια φορά δεν ξέρω αν μπορώ να βοηθήσω. 

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 19, 2024

Η Νονά

 

Διάλεξα με τρομερή προσοχή τους νονούς των παιδιών μου.

Θεωρώ υψίστης σημασίας ζήτημα το ποιος σου βάζει το λάδι (εντάξει θεωρώ υψίστης και το ποιος ή ποια σου το βγάζει, αλλά αυτή είναι μια άλλη κουβέντα), και παρόλο που με τα θρησκευτικά μυστήρια δεν τα πάω καλά, εντούτοις θεωρώ σοβαρό το ποιος θα είναι ο πνευματικός σου γονιός σ’ αυτή τη ζωή.

Κι αυτό γιατί εγώ υπήρξα τρομερά τυχερός στην περίπτωση της νονάς μου. Και εύχομαι και επιθυμώ να ζήσουν και τα δικά μου παιδιά αυτή τη μαγεία.

Είχα μια νονά που ήταν δίπλα μου ακόμη και όταν ήταν μακριά μου και από την οποία έχω τρομερές και έντονες εικόνες στοργής και τρυφερότητας. Πράγματα που ίσως να ακούγονται ασήμαντα σήμερα, τα οποία όμως εντυπώθηκαν γλυκά στη μνήμη μου και όποτε τα θυμηθώ χαμογελώ πλήρης.

Ας πούμε, θυμάμαι ότι μια φορά είχε πάει ταξίδι στην Αθήνα, το 1984 ή το 1985 πρέπει να ήταν. Επιστρέφοντας μου έφερε έναν τεράστιο λούτρινο «Δρακουμέλ». Θυμάμαι ότι είχαμε πάει στο αεροδρόμιο να την υποδεχτούμε, γιατί ταξίδευε μαζί με τη μητέρα μου. Όταν άνοιξε η αυτόματη πόρτα του παλιού αεροδρομίου Λάρνακας και ξεπρόβαλαν αμφότερες με τις αποσκευές τους, την είδα να κρατά τον Δρακουμέλ και να τον ανεμίζει. Η χαρά που είχα κάνει ήταν απερίγραπτη. Είμαι τόσων χρονών σήμερα και ακόμα το θυμάμαι.

Η νονά μου είχε τρομερό χάζι και χιούμορ. Λάτρευες να την ακούς να σου λέει ιστορίες και να του εξιστορεί τις περιπέτειες της. Όταν μετακόμισε στην Αθήνα στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όργωνε τα θέατρα και τα μπουζούκια και όποτε ερχόταν στην Κύπρο για διακοπές μου τα περιέγραφε όλα τόσο λαμπερά και υπέροχα που θεωρώ ότι συνέβαλε κι αυτή στον διακαή πόθο μου μια μέρα να μετακομίσω στην Αθήνα ακολουθώντας παρόμοιο lifestyle. Τη θυμάμαι στο μπαλκόνι μας το 1998 να μου περιγράφει με τι δέος είδε τη Βίσση να τραγουδά το Αντίδοτο στα Αστέρια Γλυφάδας «καρφωμένη πάνω σε έναν σταυρό σαν τον Χριστό!» (Γρανάζια ήταν και όχι σταυρός, αλλά ξέρετε τώρα, οι υπερβολές πάντα διανθίζουν μια ιστορία προς το καλύτερο).

Όταν πήγα φαντάρος στην Αθήνα για τα ΥΕΑ, πήγαινα στο σπίτι της όποτε είχα έξοδο, για μπάνιο και φαγητό. Με περίμενε πάντα με ανοιχτές αγκάλες και είχε πάντα έτοιμη την τυρόπιτα και το Milko από τα αγαπημένα μου Everest. Όχι μόνο μου παρείχε στοιχειώδη φιλοξενία με πραγματική χαρά, αλλά πάντοτε με ρωτούσε «πότε θα σου δώσουν άδεια από τον στρατό να σε πάρω μια νύχτα στα μπουζούκια!» Της εξηγούσα ότι εκτός από τη Βίσση δεν με ενδιέφεραν τα μπουζούκια και μου απαντούσε «δεν πειράζει, παίξε μια νύχτα τον άρρωστο και έλα να σε πάω όπου βρούμε». Όταν ξεψάρωσα και ένιωθα ότι με έπαιρνε να το σκάσω από το στρατόπεδο τόλμησα μια νύχτα και πήγα μαζί της στον Βασίλη Καρρά. Επέστρεψα στο στρατόπεδο στις 3:30 το πρωί και τους είπα ψέματα ότι χάθηκε ο ταξιτζής και δεν έβρισκε τον δρόμο να με φέρει στην ώρα μου. Τότε δεν υπήρχαν GPS και ίντερνετ. Ό,τι τους έλεγες το πίστευαν, ή τέλος πάντων δεν μπορούσαν να αποδείξουν το αντίθετο.

Ήταν αναπάντεχα γενναιόδωρη. Θυμάμαι ότι κάθε Χριστούγεννα το δώρο που μου έκανε ήταν ένα τσεκ με τριψήφιο νούμερο. Θυμάμαι ότι το 1992 το νούμερο ήταν τόσο μεγάλο που νόμισα πως έγινε λάθος. «Είναι και για τη γιορτή σου, είναι και για τα γενέθλιά σου μαζί!» Με το δώρο της νονάς μου, στα 12 μου έτη ένιωθα ότι είχα αποκατασταθεί οικονομικά.

Ακόμη και τώρα που μεγάλωσα και έκανα παιδιά όποτε μας επισκεπτόταν στο σπίτι, η ατμόσφαιρα ήταν πάντα χαρούμενη. Δεν ήταν άβολο, ούτε αμήχανο. Ερχόταν να μας δει και δεν μας έφτανε το δίωρο να πούμε τα νέα μας και να γελάσουμε. Πάντα έφευγε και της έλεγα «θέλω να τα ξαναπούμε οπωσδήποτε πριν επιστρέψεις στην Αθήνα». Μες τη ζούλα πάντα χώναμε άλλη μια συνάντηση στα πεταχτά.

Όπως και να ‘χει, ήταν μία υπέροχη νονά και μια απολαυστική παρέα.

Αιωνία της η μνήμη.

Δεν θα τη ξεχάσουμε.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 14, 2024

Πριγκιπικό

 

Απόψε θα σας μιλήσω για την κόρη μου, έχω μεγάλο κέφι γιατί προ ολίγου την έβαλα για ύπνο και έζησα μαζί της κάτι το καταπληκτικό. Θα σας το μεταφέρω πιο κάτω.

Πριν απ’ όλα, πρέπει να σας πω ότι ο Θεός με λυπήθηκε και μου έστειλε την Ευαγγελία, η οποία, αν ζούσαμε στην Αμερική θα ήταν η επόμενη πριγκίπισσα της Ντίσνεϊ. Κοκέτα μέχρι αηδίας, κομιλφό, θεατρική και τσαχπίνα, όπως δηλαδή την ονειρευόμουν. Για να καταλάβετε, στον ελεύθερο της χρόνο πασαλείβεται κρέμες, ανοίγει μπουκαλάκια με αρώματα και τα μυρίζεται, ανοίγει τα ερμάρια της και ξεδιπλώνει ρούχα και τα περιεργάζεται, και λιώνω που την παρακολουθώ. Μη σχολιάσω πόσο χαίρεται όποτε αγοράσει καινούρια παπούτσια. Αρνείται να τα βγάλει, σχεδόν κοιμάται φορώντας τα.

Λέω ότι «ο Θεός με λυπήθηκε» γιατί αν ήθελε να με τιμωρήσει θα μου έστελνε μία το ακριβώς αντίθετο. Δεν λέω ότι δεν θα τη λάτρευα όπως και να ήταν, αλλά αντιλαμβάνεστε, ζούμε σε καιρούς αποδόμησης και αν τολμήσεις να υπονοήσεις ότι ονειρεύεσαι ένα παιδί που να ανταποκρίνεται στα στερεότυπα πρότυπα του μυαλού σου, καταδικάζεσαι σχεδόν εις θάνατον.

Είχα τσακωθεί κάποτε με κάτι Αριστερούς του τουίτερ για το κατά πόσον η κοινωνία πρέπει ή δεν πρέπει να εκτρέφει «πριγκίπισσες». Εγώ υποστηρίζω ότι η κοινωνία πρέπει να καλλιεργεί την ελεύθερη βούληση. Οι Αριστεροί βέβαια δεν αντιλαμβάνονται ότι με τον όρο αυτό συμπεριλαμβάνεται και το δικαίωμα μία γυναίκα να αισθάνεται πριγκίπισσα (και ότι ο άντρας έχει καθήκον να της συμπεριφέρεται σαν μια τέτοια), και για να μην παρεξηγηθώ,  στον όρο δεν εντάσσω τις λαϊκές καλλονές της Κύπρου που είναι κατά βάση άβουλες, αμόρφωτες και σέρνουν τη φωνή τους. Εννοώ τις πριγκίπισσες της Ντίσνεϊ που είναι συγκροτημένες προσωπικότητες, επαναστάτριες, με κρυφές δυνάμεις και πάνω απ’ όλα όμορφες. Δηλαδή, θηλυκά με τα όλα τους.

Δεν θα ξεχάσω τους καβγάδες που έκανα με γνωστές προσωπικότητες του τουίτερ, οι οποίες σήμερα έχουν κιόλας πολιτευτεί, τρομάρα να τους έλθει, στους οποίους ισχυρίζονταν ότι το πρότυπο της πριγκίπισσας πρέπει να αποδομηθεί και να εξοστρακιστεί, να καεί στο πυρ το εξώτερον. Αυτοί οι άνθρωποι που υποστηρίζουν το be yourself, το love yourself, και γενικότερα το be whatever you want, αν τους πεις ότι θέλεις να είσαι πριγκίπισσα κάτι παθαίνουν, αφρίζουν, γυρίζουν οι βολβοί των ματιών τους. Ξέρω γιατί το παθαίνουν, είναι πολύ απλή και ίσως απλοϊκή η απάντηση, μα το έχω παρατηρημένο: Όλοι αυτοί είναι κατά βάση άσχημες, ανέραστες γυναίκες, και άπλυτοι αναρχικοί.

Πίσω στην Βαγγελιώ μου, όμως.

Η αγαπημένη της πριγκίπισσα είναι η Belle από την Πεντάμορφη Και Το Τέρας αλλά τώρα τελευταία ανακάλυψε και τις υπόλοιπες και έχει εντρυφήσει. Τις προάλλες βλέπαμε τη Σταχτοπούτα και ακολούθησε ο εξής διάλογος στον καναπέ:

«Παπά… Ποπούτα;» (Η Σταχτοπούτα;)

«Ναι!» της λέω.

«Πίμπιπα;;» (Βρήκε Πρίγκιπα;)

«Ναι!» της ξαναλέω.

«Λέλωωωωωω!» (Θέλω!)

Κάθε φορά που της φανερώνω ένα DVD με κάποια πριγκίπισσα της Ντίσνεϊ με ρωτά αν υπάρχει και πρίγκιπας. Το θεωρεί βασικό. Η πεθερά μου, μου είπε τις προάλλες εμφανώς θορυβημένη να σταματήσω να προωθώ αυτό το πρότυπο γιατί οι πρίγκιπες είναι αλαζόνες, ωραιοπαθείς και στο τέλος πληγώνουν τις πριγκίπισσες. Της είπα «ας έρθει ο πρίγκιπας της Δανίας ή της Νορβηγίας να τη ζητήσει και το ξανασυζητάμε!» Λες και η Βαγγελιώ θα μας ρωτήσει. Δεν την έχουν καταλάβει τι κουμάσι είναι και του λόγου της, τους ξεγελά η τιάρα. Δεν ξέρουν τι μας περιμένει όλους μόλις μεγαλώσει λίγο.

Εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά τα γράφω γιατί προ ολίγου που την έβαλα για ύπνο διαβάσαμε τρία βιβλία. Διαβάσαμε ΚΑΙ τη Σταχτοπούτα, ΚΑΙ την Ωραία Κοιμωμένη, ΚΑΙ τη Χιονάτη. Και αφότου τα έβαλα πίσω στο ράφι της, σηκώθηκε όρθια στο κρεβάτι και μου είπε: «Παπά, χο(ρ)έψουμε!» Την έπιασα πάνω μου και αρχίσαμε να χορεύουμε βαλς στο ημίφως με εμένα να τραγουδώ όλα τα γνωστά σουξεδάκια από τις ταινίες: «Φρίκη και ομορφιά, τώρα αγκαλιά, έτσι είναι η ζωή», και κάθε φορά που τελείωνε το ρεφραίν, εκείνη με αυστηρό και κοφτό ύφος μου έκανε τον DJ αλλάζοντας μου το παραμύθι. Ας πούμε, μου έλεγε «Νάτη!» (=Χιονάτη), και εγώ τραγουδούσα το σωστό:

«Some day my prince will come, some day I’ll meet of him…” και μετά μου το έκοβε απότομα:

«Ποπούτα

«A dream is a wish your heart makes… when you’re fast asleep!”

«Αουρόρα

«I know you, I’ve walked with you once upon a dream!”

Έκανα όλο το ποτπουρρί κρατώντας την στα χέρια μου αγκαλιά, ύστερα την έγειρα ανάσκελα κιόλας, την κουνούσα πέρα δώθε να εξαντληθεί και αφού γλάρωσε και αποκοιμήθηκε την έβαλα στο κρεβατάκι της. Ύστερα πήγα κάτω, τα περιέγραψα στη Μπρέντα και έφαγα κατσάδα ότι την κακομαθαίνω και ότι εκείνη δεν είναι διατεθειμένη να παίζει κάθε βράδυ το πιο πάνω μιούζικαλ για να την κοιμίσει.

Too bad!

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 09, 2024

Ομαδικά Γκρουπ

 

Έχω κάνει διατριβή στο θέμα «ομαδικά γκρουπ».

Και νομίζω ήρθε η ώρα να μοιραστώ μαζί σας μερικά από τα ευρήματα του «επιβιώνοντας σε ομαδικά γκρουπ σε βάιμπερ και γουότσαπ» – ή, «μαθαίνοντας το μέτρο σε ομαδικές συζητήσεις».

Τα ομαδικά γκρουπ χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Στα επαγγελματικά / ενημερωτικά, και στα κοινωνικά / οικογενειακά.

Με βάση την ελληνική και κυπριακή κουλτούρα, τα πιο πάνω μετά βίας διαχωρίζονται. Οι Κυπραίοι, τουλάχιστον, δεν έχουν καμία αντίληψη ως προς το τι πρέπει να λέγεται και να γράφεται στο κάθε γκρουπ.

Έχουμε ας πούμε ένα γκρουπ όλοι οι γονείς του Νηπιαγωγείου. Θα φανταζόταν κανείς ότι αυτό το γκρουπ εξυπηρετεί την ενημέρωση των γονέων για διάφορα διαδικαστικά θέματα, όπως π.χ. πότε λήγει η προθεσμία καταβολής των διδάκτρων, αν αρρώστησε κάποια δασκάλα και θα επηρεαστούν τα παιδιά, αν θα πάνε εκδρομή και ούτω καθεξής. Όλα αυτά, γίνονται. Γίνονται όμως και άλλα τα οποία επισκιάζουν τα προηγούμενα:

Έχει, φερ’ ειπείν, γενέθλια ένα παιδάκι και κερνά τους συμμαθητές του από ένα μπισκότο; Σωρηδόν το απόγευμα τα μηνύματα «να σας ζήσει», «υπέροχο το μπισκοτάκι σας», «θέλουμε τη συνταγή», «να χαίρεστε τον όμορφο σας». Υπάρχουν, βέβαια, και τα «ποια η πολιτική του νηπιαγωγείου στη χορηγία μπισκότων με γλουτένη και ζάχαρη;» αλλά το νόημα είναι ένα! Απ’ εκεί που εγώ βρίσκομαι σε εκείνο το γκρουπ για να ενημερώνομαι για τα βασικά και θεμελιώδη, καταλήγω να λαμβάνω 150 ειδοποιήσεις που δεν με αφορούν.

Θες, κυρά μου, να ευχηθείς του γονιού για τα γενέθλια του τέκνου του; Κάνε το με προσωπικό μήνυμα. Δεν αφορά τους άλλους 45 γονείς που βρίσκονται στο γκρουπ! Δεν μας ενδιαφέρει να διαβάσουμε εκατό φορές «να σας ζήσει το αγγελούδι σας». Καταλήγουμε να ευχόμαστε να μην ζήσει!

Μπορείς να αρχειοθετήσεις το εν λόγω γκρουπ ή να το «σιωπήσεις» αν σε ενοχλεί, θα μου πείτε. Και έχετε δίκιο, αυτό κάνω πολύ συχνά. Αλλά έτσι καταλήγω να χάνω τα μηνύματα που πραγματικά με αφορούν αφού όταν δεήσω να μπω να δω τι συμβαίνει, βλέπω 250 αδιάβαστα μηνύματα και βαριέμαι να τα διαβάσω όλα. Οπότε, με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά.

Δεν υπάρχει μέτρο, ούτε τακτ στα ομαδικά γκρουπ. Δεν μπορεί να αξιολογήσει ο κόσμος τι μπορεί να αφορά το σύνολο και τι μπορεί να εκνευρίζει το σύνολο. Αν νομίζετε ότι είναι γόνιμο να λαμβάνουμε τόσες ειδοποιήσεις απλά και μόνο για να πείτε σε κάποιον «να του ζήσει», απορώ με την καρδιά μου, απορώ.

Έβλεπα προ ολίγου στο γκρουπ του νηπιαγωγείου να λέει μία «καλό σαββατοκύριακο μανούλες». Ακολούθησαν 150 «καλό σαββατοκύριακο σε όλους». Το γλωσσοφάγανε το σαββατοκύριακο! Μακάρι να φτάσουμε τη Δευτέρα!

Τα ίδια βέβαια συμβαίνουν και στα επαγγελματικά γκρουπ. Αντί να ενημερωνόμαστε για εργασιακά θέματα, για επείγοντα που προκύπτουν και τα τοιαύτα, καταλήγουμε να ευχόμαστε «καλή χρονιά» κάθε πρωτοχρονιά, και «καλά Χριστούγεννα». Δεν είναι ανάγκη να το γράψετε όλοι. Μπορεί να το γράψει ο πρώτος και οι υπόλοιποι να κάνουν ένα λάικ από κάτω. Το ίδιο είναι. Τυπικό το ζήτημα. Δεν θέλουμε να μας στείλετε ούτε gifάκια, ούτε φωτογραφίες με κεράκια και απαστράπτοντα αγγελάκια.

Στα οικογενειακά και φιλικά γκρουπ τώρα, γίνεται της πουτάνας. Εκείνα τα απολαμβάνω αφού μπαίνω εκεί με τη θέλησή μου και μαζί με ανθρώπους που υποτίθεται ότι αγαπώ και εκτιμώ. Εκεί δεν με πειράζει να μπω και να βρω 250 αδιάβαστα μηνύματα. Θα τα διαβάσω όλα, ενίοτε τραβάω και screenshots, γιατί στην πλειοψηφία τους πρόκειται για καβγάδες και παρεξηγήσεις και κάμνω χάζι. Το πρόβλημα εκεί είναι η αδυναμία έκφρασης, και επίδειξης της πρόθεσης σε ό,τι γράφεται με αποτέλεσμα να δημιουργούνται παρεξηγήσεις από το τίποτα. Γράφει ένας μια μαλακία, απαντά ο άλλος κάτι το οποίο πολλές φορές δεν καταλαβαίνουμε αν το γράφει κυνικά, ρεαλιστικά, ή αν ειρωνεύεται. Με αποτέλεσμα να δημιουργούνται νέα «υπόγκρουπ» στα οποία κουτσομπολεύουμε «είδες τι του είπε;»

Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει τεράστιο πρόβλημα αντίληψης και κατανόησης κειμένου, και τεράστιο πρόβλημα αξιολόγησης της σημαντικότητας του μηνύματος. Μη σχολιάσω ότι πολλές φορές λαμβάνουμε μήνυμα το οποίο καταλαβαίνουμε ότι προοριζόταν για άλλο γκρουπ στο οποίο συμμετέχουν υποσύνολα του πρώτου και με το ζόρι κρατιέμαι να μην τους γράψω, «έχετε που έχετε τα υπογκρουπ για θάψιμο, τουλάχιστον μάθετε να τα ξεχωρίζετε».

Προσωπικά, κάποτε αναρωτιέμαι γιατί έχω κινητό αφού ποτέ δεν χτυπά για κάτι σημαντικό και πάντα στη συντριπτική πλειοψηφία λαμβάνω γνωστοποιήσεις για πράγματα που απλώς «πιάνουν χώρο» και τίποτε παραπάνω. Αν μάλιστα τολμήσω και απαντήσω σε όλες αυτές τις μαλακίες με τον γνωστό δεικτικό, καυστικό και ειρωνικό μου τόνο, εισπράττω μία σιωπή και μία αμηχανία που επιβεβαιώνει όλα όσα σας έγραψα.

Λυπάμαι.  

Τετάρτη, Ιανουαρίου 24, 2024

Εννέα Χρόνια Πόνου

 

Εννέα χρόνια γάμου, σήμερα.

Ο γάμος έχει πόνο.

Λέγοντας ‘πόνο’ εννοώ ότι θέλει προσπάθεια. Είναι σαν τη γυμναστική, είναι σαν τη δίαιτα. Πρέπει να πονέσεις για να πετύχεις κάποια πράγματα. Αυτό ακριβώς είναι ο γάμος. Δεν παντρεύεσαι και αρχίζουν όλα να ξετυλίγονται μπροστά σου έτοιμα και ρόδινα. Πρέπει να τα κάνεις ρόδινα. Και αυτό απαιτεί χρόνο, κόπο και πόνο. Και συχνά ούτε αυτά δεν αρκούν. Η ματαίωση τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας είναι συχνή έκβαση της προσπάθειας. Μην το βάζεις, όμως, κάτω. Μόνο με την επιμονή πάει μπροστά το πλοίο.

Οι πλείστοι εξ ημών δεν νιώθουμε πως ήρθαμε στον κόσμο για να πονάμε, γι’ αυτό και στο τέλος την πατάμε.

Ζωή χωρίς πόνο δεν έχει κανένα νόημα έγραψε ο Μόργκαν Σκοτ Πεκ στον «Δρόμο τον Λιγότερο Ταξιδεμένο», ένα βιβλίο που μου σύστησε μία φίλη ψυχολόγος και το οποίο συστήνεται ανεπιφύλακτα. Πιθανόν τη συγκεκριμένη σοφία να την είπε και ο Ιησούς - δεν ξέρω ποιος διεκδικεί τα πνευματικά δικαιώματα της έκφρασης. Ο πόνος είναι αυτός που σε πάει μπροστά, ο πόνος είναι αυτός που σε προάγει σαν άνθρωπο. Διότι ο συνεχής πόνος σε εξαναγκάζει να μάθεις να τον διαχειρίζεσαι και αυτή είναι μία διεργασία που αναπόφευκτα σε αναπτύσσει πνευματικά.

Μην ακούτε μαλακίες. «Όλοι πονάμε, όλοι πονάμε!» Το είπε και η Βίσση στο [Χ]. Και η ζωή του εργένη έχει πόνο, και η ζωή του χωρισμένου έχει πόνο και η ζωή του βρέφους που τα έχει όλα στα πόδια του, έχει πόνο. Γενικά η ζωή είναι συνυφασμένη, μην πω συνώνυμη με τον πόνο. Και ο πόνος στην τελική πρέπει να είναι ο στόχος. Γιατί αν δεν πονάς, δεν ζεις.

Εννέα χρόνια συνεχούς πόνου λοιπόν. Δεν μπορώ να πω ότι μου «φάνηκαν» ή ότι τα ένιωσα στο πετσί μου. Ομολογώ, όμως, ότι τα τελευταία δύο χρόνια με το δεύτερο παιδί ήρθε και περισσότερος πόνος. Από την άλλη αν δεν ερχόταν το δεύτερο παιδί ο πόνος θα ήταν δυσβάσταχτος και πολλαπλάσιος. Οπότε κάποτε πρέπει να αποφασίσουμε και τι θέλουμε.

Έκανα παιδιά γιατί στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, σε κάποιο ταξίδι με τη Μπρέντα, νομίζω ήμασταν στο Παρίσι, συνειδητοποίησα ότι πλέον δεν μου έλεγαν τίποτα τα ταξίδια αν δεν μπορούσα να τα μοιραστώ με καινούρια πλάσματα. Τις ομορφιές του κόσμου, ή τέλος πάντων του κόσμου που εμένα ενδιαφέρει, τις έχω δει δυο και τρεις φορές και έφτασα στο σημείο που ήθελα να τις δείξω και παρακάτω. Ο κόσμος είναι ανυπόφορος αν δεν το μοιράζεσαι και τα παιδιά μου ήρθαν για να τους δείξω όλα όσα εγώ θεωρώ «θαύματα» της φύσης. Τα ταξίδια με παιδιά έχουν πόνο, σαφώς, τίποτα δεν είναι πια το ίδιο στις διακοπές. Αλλά το να ταξιδεύω άτεκνος θα ήταν ακόμη πιο επίπονο.

Παίζω θέατρο γιατί μου δίνει χαρά. Παρόλα αυτά, αυτή η χαρά πολλές φορές είναι πλασματική. Στις πρόβες συχνά με πιάνουν τα νεύρα, διαφωνώ πολύ συχνά με τη σκηνοθετική προσέγγιση, τη διανομή, τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η πρόβα και θέλω να εκφράσω τις διαφωνίες μου. Πολλές φορές ξέρω ότι δεν με παίρνει να εισβάλω στα χωράφια του σκηνοθέτη έτσι βγάζω τον σκασμό. Ο σκασμός μου προκαλεί πόνο, ως εκ τούτου κάθε φορά που πάω στην πρόβα καλούμαι να διαχειριστώ εποικοδομητικά τον πόνο που μου προκαλείται. Αν πονάς κάτσε σπίτι σου, θα μου πεις. Κι όμως, αν κάτσω σπίτι μου θα πονώ περισσότερο αφού δεν θα ξέρω πώς να γεμίσω δημιουργικά τον χρόνο μου. Επομένως, ναι, τα πάντα ενέχουν πόνο, τα πάντα θέλουν ορθολογιστική διαχείριση.

Μόνον οι πεθαμένοι δεν πονούν.

Να χαίρεστε αν στο γάμο σας, στη δουλειά σας, στο κοινωνικό σας περιβάλλον πονάτε. Σημαίνει ότι ακόμα ζείτε.  

Χρόνια πολλά αγάπη μου.

Εννέα χρόνια ήταν λίγα. Στα δέκα θα σε πάω ταξίδι. Και στα επόμενα εννιά πάλι εδώ θα είμαι να πονάω.

Τρίτη, Ιανουαρίου 23, 2024

Σώσε Μας, Θεέ Μου, Από Τους Νταλάρες

 

Είτε καταπιαστούμε με τα πολιτικά, είτε καταπιαστούμε με τα καλλιτεχνικά, ο κοινός παρονομαστής είναι η φαιδρότητα. Παλιότερα σε θεωρούσαν σοβαρό αν σε ενδιέφεραν τα πολιτικά ζητήματα και πιο ελαφρύ αν σε απασχολούσαν τα καλλιτεχνικά. Χαίρομαι που τη σήμερον θεωρείσαι φαιδρός σε οτιδήποτε σε αφορά σχετικά με αυτή τη χώρα. Όπου χώρα, βλέπε τον ευρύτερο ελληνικό χώρο.

Το θέμα των ημερών είναι ο Γιώργος Νταλάρας.

Όταν ήμουν μικρός υπήρχε ένας σεβασμός γύρω από το πρόσωπό του, ο οποίος ουδέποτε κατάλαβα από πού πήγαζε. Ήταν κάπως σαν θρησκεία. Τον σεβόσουν τυφλά και αδιαπραγμάτευτα, ήταν «ο Νταλάρας» ασχέτως αν δεν ήξερες γιατί διαφέρει από τους υπόλοιπους. Εικάζω ότι για εμάς εδώ τους Κυπρίους ο σεβασμός ξεκινούσε κυρίως και πρωτίστως από μία σειρά συναυλιών που έκανε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 με σύνθημα «Τραγουδώ Για την Άμυνα – Τραγουδώ Για την Κύπρο».

Βρίσκαμε θεάρεστο ότι ήρθε ο Νταλάρας από την Αθήνα να τραγουδήσει ώστε να βρεθούν λεφτά να εξοπλίσουμε τον στρατό μας και να πολεμήσουμε τον Τούρκο. Θυμάμαι πάντα κάτι φίλες των γιαγιάδων μου να σχολιάζουν «η Βίσση τι έχει κάνει για την Κύπρο, γιατί δεν έρχεται κι αυτή να τραγουδήσει». Ο Νταλάρας τραγούδησε, λεφτά μαζεύτηκαν, στρατό όμως δεν είδαμε. Κι όσοι τον είδαμε, καλύτερα να μην τον βλέπαμε. Προφανώς για να μπορεί να ονομαστεί «στρατός» αυτό το απείθαρχο, αναποτελεσματικό Σώμα θα έπρεπε να τραγουδά κάθε μέρα ο Νταλάρας αλλά και πάλι δεν ξέρω πόσο ουσιαστικό θα ήταν, δεδομένου ότι ο ίδιος κύριος λίγα χρόνια μετά έκανε δηλώσεις κατά των εθνικών μας συμφερόντων, όπως για παράδειγμα,  «το Αιγαίο δεν ανήκει ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην Τουρκία, το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια» (να βράσω τις σπουδές μου στο Διεθνές Δίκαιο), ενώ επίσης πριν λίγα χρόνια ανακάλυψα ότι ένα εκ των τελευταίων του άλμπουμ κυκλοφόρησε μέσω της Sony Τουρκίας κάτι που δείχνει και κατά που γέρνει η πλάστιγγα του οικονομικού του συμφέροντος (κλασικός αριστερός).

Έτσι έμαθα, που λέτε τον Νταλάρα και το ποιόν του.

Στη δεκαετία του ’90 είχε γίνει και ο γνωστός χαμός με τον Τζίμη Πανούση ο οποίος μηνύθηκε και καταδικάστηκε «να του τα σκάει» όποτε αναφέρεται στο όνομά του, οπότε αντιλαμβάνεστε ότι για Δημοκράτης Αριστερός δεν τον λες και πολύ ανεχτικό στην ελευθερία της έκφρασης του άλλου, ακόμη κι όταν πρόκειται για σάτιρα από τον ομοϊδεάτη Πανούση, τον οποίο έχω σε αντίστοιχη υπόληψη. Έτσι είναι, όμως, όλοι οι Αριστεροί. Δημοκρατικοί με τα δικά τους αυθαίρετα μέτρα και σταθμά.

Μουσικά δεν έχω εξερευνήσει τον Νταλάρα. Έχω ένα άλμπουμ του, το Latin, που έσκιζε στα τέλη του ’80 (όλα διασκευές) και μου αρέσουν πολύ και «τα βεγγαλικά σου μάτια» από τον δίσκο της «Πόπης». Τον είδα και μια φορά λάιβ το 1998 στην Ιερά Οδό με τους Πύξ Λαξ και τη Τσαλιγοπούλου και νόμιζα ότι θα πέθαινα από βαρεμάρα. Ήθελα να φύγω στα πρώτα δέκα λεπτά του προγράμματος αλλά ήμουν εκεί με το σχολείο και δεν μου επιτρέπετο.

Πέραν τούτων, ουδεμία γνώση έχω. Αν πρέπει να τον συγκρίνω με Πάριο, Αλεξίου, Γαλάνη, Μαρινέλλα και αυτούς τους τιτάνες με τους οποίους ξεμύτησε στο πεντάγραμμο, τους θεωρώ όλους ανώτερούς του, τόσο φωνητικά, όσο και ρεπερτοριακά.

Οπότε, δεν μπορώ να αντιληφθώ γιατί ο Νταλάρας χαίρει της εκτίμησης που χαίρει. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα θα μου πείτε, και θα συμφωνήσω. Κάποτε γνώρισα σε μία πτήση άτομο που μου είπε ότι η μεγαλύτερη λαϊκή φωνή της Ελλάδος είναι η Πάολα. Η Πάολα! Οπότε η συζήτηση περί γούστου τελειώνει εδώ.

Βγήκε τώρα ο Νταλάρας και αποκαθήλωσε τους ρεπόρτερ των πρωινάδικων. Δεν παρακολούθησα το θέμα, δεν άντεξα. Χονδρικά, κι από πάνω-από πάνω έμαθα ότι τους «ξευτύλισε» για το επίπεδο της δουλειάς τους. Να πω ότι διαφωνώ 100% θα ήταν ψέμα. Η τηλεόραση είναι πολύ χαμηλού επιπέδου μέσο από το 2000 και μετά. Πιο πριν κρατούσε και λίγο τα προσχήματα. Όμως, είναι τώρα ο Νταλάρας άτομο ακέραιο να μας κουνήσει το δάχτυλο; Δεν είναι.

Πολύ χάρηκα όμως για τον ντόρο που προκλήθηκε αφού για να ασχοληθούμε μαζί του έπρεπε να γίνει σκανδαλάκι τέτοιου επιπέδου. Αλλιώς, δεν θα είχαμε ιδέα αν ζει ή αν πέθανε.

Την καλύτερη κουβέντα για τον Νταλάρα την είπε η Βίσση και απ’ ό,τι φαίνεται είναι πια διαχρονική και κολλάει σε κάθε περίπτωση. Ουστ!